- ὄδωδα
- ὄζωsmellperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀδώδασιν — ὀδώδᾱσιν , ὄζω smell perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ядоха — ловкач, знаток , яросл. (Даль), достоверно не засвидетельствовано. Возм., связано с др. чеш. jadati испытывать, исследовать , которое считается родственным с лит. uosti, uodžiu нюхать , лтш. uôst – то же, греч. ὄζω, пф. ὄδωδα пахну , εὑ ώδης… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] … Dictionary of Greek
οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… … Dictionary of Greek
od-1 (*had-) — od 1 (*had ) English meaning: to smell, *have repulsive smell Deutsche Übersetzung: “riechen” Material: Arm. hot “Duft, smell, odor” (sek. o stem), hotim “rieche”, hototim “wittere”; Gk. ὄζω “rieche, dufte” (*ὄδι̯ ω, with Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary